- πανέρως
- -ωτος, ο, Απολύτιμος λίθος που, όπως πίστευαν, καταπολεμούσε τη στειρότητα, αλλ. πανέραστος*.[ΕΤΥΜΟΛ. < παν-* + ἔρως (πρβλ. λυσ-έρως)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… … Dictionary of Greek
πανέραστος — ὁ, Α είδος πολύτιμου λίθου, πανέρως*. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἐραστός «αγαπητός, ποθητός» (< ἔραμαι), πρβλ. αν έραστος] … Dictionary of Greek